ακριβοθωρώ

ακριβοθωρώ
1. βλέπω κάτι με προσοχή, τό φροντίζω με ενδιαφέρον και στοργή
2. βλέπω κάποιον σπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-
+ θωρώ.
ΠΑΡ. ακριβοθώρητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακριβοθωρώ — ησα, βλέπω κάτι σαν πολύτιμο, προσέχω, φροντίζω: Τον ακριβοθωρούσαν το γιόκα τους, γιατί ήταν φιλάσθενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβοθώρητος — η, ο [ακριβοθωρώ] 1. αυτός που τόν βλέπει κανείς σε αραιά χρονικά διαστήματα 2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν πλησιάσει, δυσπρόσιτος 3. πολύτιμος «Φύτρωσαν άντρες πολεμόχαροι / σαν τα διαμάντια ακριβοθώρητοι» (Κ. Παλαμά, Ασάλ. Ζωή 2121) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”